-
1 νεάζω
Aἐνέαζον Agath.5.15
: [tense] aor. 1 inf.νεάσαι AP11.256
(Lucill.), elsewh. only [tense] pres.: ([etym.] νέος):—intr., to be young or new, youth,S.
Tr. 144; νεάζων thinking or acting like a youth, E.Ph. 713;ν. τῷ τρόπῳ Men.749
: metaph., to be full of youthful spirit, (lyr.), cf. Supp. 105 (lyr.);νεάζειν ἀρχόμενος Alciphr.1.28
.II [voice] Pass., to be renewed,στέμμα.. ἐκ πατρὸς παιδὶ νεαζόμενον AP15.6
.IV νεάζομεν· ἀφικνούμεθα, Id. -
2 νεάζω
νεάζω, 1) jung, jugendlich sein; οἷα νεάζει πυϑμήν, Aesch. Suppl. 98; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις μὲν παλαιὰ νεάζουσαν ὕβριν, Ag. 742; vgl. Soph. Tr. 143; ὁ νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγώς, der jüngere, O. C. 375; μῶν νεάζειν οὐχ ὁρᾷς ἃ χρή σ' ὁρᾶν, Eur. Phoen. 720; sp. D., φρένας νεάζει, Anacr. 37, 6. Bei Hdn. 3, 14, 4 = die Jugend verbringen. – Nach Phot. νεάζομεν auch = νεωστὶ ἥκομεν. – 2) trans., erneuern, neu machen, bes. vom Acker, die Brache umpflügen?
См. также в других словарях:
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek
νεάζω — (Α νεάζω) 1. είμαι νέος 2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό 3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος αρχ. 1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ … Dictionary of Greek